λοφεῖον

λοφεῖον
λοφεῖον
crestcase
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λοφείον — λοφεῑον, τὸ (Α) 1. θήκη για εναπόθεση λοφίου 2. κάθε θήκη («τὴν σελήνην... καθείρξαιμ ἐς λοφεῑον στρογγύλον, ὣσπερ κάτοπτρον», Αριστοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + εῖον] …   Dictionary of Greek

  • CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λόφιον — λόφιον, τὸ (Α) [λόφος] 1. μικρός λόφος, λοφίσκος 2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῡ ἀλέκτορος» 3. λοφείον* …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”